παραθαρρεύω

παραθαρρεύω
1. έχω πεποίθηση ή εμπιστοσύνη περισσότερη από το κανονικό («παραθαρρεύει πως θα πετύχει»)
2. εξοικειώνομαι περισσότερο από όσο πρέπει με κάποιον, παραπαίρνω θάρρος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παραθαρρεύω — παραθάρρεψα 1. παίρνω πολύ θάρρος, εξοικειώνομαι πέρα από κάθε ανεκτό όριο: Παραθάρρεψες με τους μεγάλους. 2. παραέχω εμπιστοσύνη, παραπιστεύω: Παραθάρρεψες πως θα μείνει ως το τέλος πιστός στη φιλία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”